Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

8ο κεφάλαιο



      Όταν ο Θράσος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα λίγη ώρα αργότερα από τον δήμαρχο, παρά το πρωινό της μέρας, ξαφνιάστηκε μόνο από τον τόνο της φωνής του. Τις λίγες φορές που είχαν μιλήσει ήταν υπηρεσιακά τυπικός. Τώρα έμοιαζε σαν ένας σεισμός να είχε μόλις λάβει τόπο στο κρεβάτι του.
      «Χρειαζόμαστε επειγόντως πενήντα οχτώ κλίνες. Για πενήντα δύο μαθητές και έξι συνοδούς καθηγητές. Το πρακτορείο τους έκλεισε δωμάτια στο «Ολύμπιον». Μόλις φτάσανε χθες το βράδυ,  φύγανε και ξημερώθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Τώρα έχουν καταλύσει στο δημοτικό Κατάστημα».
      Το «Ολύμπιον» ήταν ένα τερατούργημα της δεκαετίας του εξήντα, το οποίο αφού δεν ευτύχησε να προκόψει  λόγω της ακαταλληλότητας μα και  του μειωμένου τουρισμού στο νησί, σάπιζε παρατημένο στην τύχη του. Κάποτε κανένα ξεχασμένο ΚΑΠΗ ξεγελιόταν και βρισκόταν να καταλύει εκεί.
      «Λίγο δύσκολα δήμαρχε. Ίσως τα καταφέρουμε αν στριμωχτούν κάποιοι σε τρίκλινα. Πόσες ημέρες;».
      «Πέντε διανυκτερεύσεις».
      «Δώστε μου λίγο χρόνο και θα σας καλέσω. Πρέπει να ελέγξω τις κρατήσεις για τις επόμενες ημέρες».
      «Σημειώστε το κινητό μου. Δεν υπάρχει ελεύθερη γραμμή εδώ. Από την ώρα που ήρθαμε μέχρι  κι ο κλητήρας μιλάει συνέχεια με εξαγριωμένους γονείς που απειλούν να φτάσουν  συνοδεία τηλεοπτικών μέσω».
      Ο Θράσος εξέτασε διεξοδικά τις ελεύθερες κλίνες για το επόμενο πενθήμερο. Την ώρα που καλούσε το δήμαρχο στο κινητό του σκεφτόταν τα μούτρα της κυρίας Πολίτου όταν το επόμενο βράδυ θα προσπαθούσε να κοιμηθεί εν μέσω εφήβων σε υπερδιέγερση, που θα ήθελαν σε πέντε μέρες να κάνουν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν στα σπίτια τους τα προηγούμενα δεκαοχτώ χρόνια. Μια περίεργη ικανοποίηση τον κατέκλυσε και είχε κέφι όταν ανακοίνωνε στο δήμαρχο πως μέσα σε λίγες ώρες θα είχε έτοιμα τα δωμάτια.
      Σηκώθηκε από το γραφείο του  να πει στα κορίτσια να ετοιμάσουν άμεσα τις διαθέσιμες κλίνες.
      Στην επιστροφή  άκουσε τον ανελκυστήρα να κατεβαίνει και πήγε στην τραπεζαρία να δει αν όλα ήταν έτοιμα στο τραπέζι που καθόταν η κυρία Ραλλού.  Άλλαξε θέση στο βάζο με τα γαρυφαλλάκια, βάζοντάς τα στο κέντρο του. Εν τω μεταξύ πλησίασε η κυρία Ραλλού και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.
      Πήγε στην κουζίνα  να  φέρει το χυμό της. Την άφησε στην ησυχία της να απολαύσει την πρωινή γαλήνη. Δεν της άρεσαν τα πολλά λόγια κι ήταν ένας ακόμη λόγος για την εκτίμηση που της είχε.
      Θα έπρεπε να την προειδοποιήσει για την άφιξη των μαθητών, αλλά δεν ήταν η ώρα. Όταν βγήκε να παραλάβει το ταχυδρομείο, άκουσε φωνές να ανεβαίνουν από το βάθος του δρόμου. Κάποιοι δεν μπορούσαν να περιμένουν.
      Η υπομονή ήταν από τα κύρια στοιχεία του χαρακτήρα του. Με το σκεπτικό πως η ζωή αποφασίζει την ώρα που εσύ κάνεις σχέδια, άφηνε να διακατέχεται από μια καρτερικότητα που κάποιοι θα έλεγαν μοιρολατρία. Όμως εκείνος ήξερε να περιμένει και να σχεδιάζει μακροπρόθεσμα.
      Θα ερχόταν η στιγμή, αν έμενες προσηλωμένος στον στόχο σου και είχες πίστη στα όνειρά σου. Όμως δεν μπορούσε να μην χαμογελά μέσα του στην ανυπομονησία των παιδιών που πλησίαζαν.
      Η ανυπομονησία ήταν ουσιώδες στοιχείο των νιάτων. Πως μπορούσες να πείσεις τους νέους πως έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους; Γι’ αυτούς όλη η ζωή ήταν το τώρα. Λες και δεν υπάρχει αύριο.
      Είδε τον Μιχάλη να έρχεται απελπισμένος από τη βεράντα μέσα.
      «Λες και τους απόλυκε το καράβι είναι. Να πάω να δω πότε θα είναι έτοιμα τα δωμάτια;».
      «Κάθισε στη ρεσεψιόν.  Θα φροντίσω να έρχονται λίγοι λίγοι για check in και μέχρι να τελειώσουμε, θα είναι όλα έτοιμα».
      Βγήκε για να αντικρίσει ένα τσούρμο κορίτσια και αγόρια, άλλα με σπορτέξ κι άλλα με σαγιονάρες. Σορτσάκια και χαρχάλικο ντύσιμο. Είχαν χυθεί μέσα στον κήπο, είχαν αράξει στα σκαλιά της βεράντας, στα σκαλιά της εισόδου. Ήταν λες κι είχε βρέξει και γέμισε ο τόπος σαλιγκάρια.
      Έριξε τριγύρω ένα βλέμμα και διαπίστωσε πως ανάμεσα στα παιδιά υπήρχαν και ενήλικες. Πλησίασε μία κοπέλα όχι πάνω από εικοσιπέντε, με κοντά μαλλιά, τζιν παντελόνι και σπορτέξ.  
      «Καλώς ήρθατε. Τα δωμάτια δεν είναι ακόμη έτοιμα».
      «Το ξέρω. Αλλά δεν μπορούσαμε να τα κρατήσουμε άλλο. Θα είναι μεγάλη φασαρία αν αράξουμε εδώ στην αυλή;».
      «Καμία φασαρία. Αλλά ξέρετε τι λέω; Γιατί δεν κάνουμε μια λίστα με το ποιος θα κοιμηθεί με ποιόν, ώστε να μοιραστούν στα δωμάτια; Κι έπειτα θα μπορούσατε να πάτε πίσω στην πισίνα. Υπάρχει χώρος για να αλλάξουν, και με το που θα ετοιμαστούν τα δωμάτια, θα είναι όλοι κουρασμένοι κι έτοιμοι για ύπνο».
      Όταν είδε την ανακούφιση στο βλέμμα της, γύρισε να ζητήσει από τα παιδιά να μαζευτούν. Αλλά δεν πρόλαβε. Η νεαρή καθηγήτρια ήδη χτυπούσε τα χέρια της.
      Πενήντα τόσα ζευγάρια μάτια στράφηκαν επάνω της.
      «Θέλω από ένα χαρτάκι με τα ονόματα αυτών που θα μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο. Θα μου τα αφήσετε μαζί με τις ταυτότητές σας. Έπειτα θα βγάλετε μαγιό από τις βαλίτσες και θα πάμε πίσω στην πισίνα ώσπου να ετοιμαστούν τα δωμάτια».
      Για τα επόμενα δέκα λεπτά η μπροστινή αυλή έμοιαζε με πολύβουο μελίσσι. Αστραπιαία όπως εφόρμησαν στην αυλή, έτσι την εγκατέλειψαν. Ο κυρ Στέλιος αγχωμένος τους ακολούθαγε  να τους δείξει που είναι η πισίνα.
      Ο Θράσος κουβάλησε κάποιες τσάντες επάνω, ενώ τον ακολουθούσε η νεαρή καθηγήτρια μαζί με τους υπόλοιπους, μαζεύοντας μπαγκάζια απ’ όπου μπορούσαν. Καθώς ανέβαινε, πρόσεξε την κυρία Ραλλού, να τους παρατηρεί έχοντας τραβήξει λίγο στην άκρη την κουρτίνα.
      Ο Μιχάλης ανέλαβε να μοιράζει τα παιδιά στα δωμάτια σύμφωνα με την κατάσταση και ο ίδιος πρόσεξε την Μελέκ να βγαίνει αλαφιασμένη από την κουζίνα και να τρέχει στα πίσω δωμάτια του ισογείου. Σε λίγο στεκόταν μπροστά του και τον ρωτούσε αν θα μείνουν.
       Τώρα  ήξερε πως σε λίγο θα έβγαιναν βουνά  φαγητού από την κουζίνα να θρέψουν τα πλήθη. Έλπιζε μόνο η Θεώνη να προλάβαινε να σερβίρει και το πρωινό.
       Σύντομα όλα  ήταν έτοιμα και οι σάκοι των παιδιών είχαν στοιβαχτεί στη σκάλα, δίπλα στο ασανσέρ. Η φασαρία από την πισίνα είχε κοπάσει κι αυτό τον έκανε μόνο να φανταστεί πως το φαγητό είχε φτάσει τον προορισμό του.
      Η στιγμιαία ησυχία ταράχτηκε από το μεταλλικό γρύλισμα του ασανσέρ. Μπήκε στο γραφείο του κι έπιασε με ευλαβική προσοχή την αλληλογραφία στα χέρια του. Όμως δεν πτόησε την κυρία Πολίτου, η οποία εισέβαλλε με το συνηθισμένο ύφος και την αγέρωχη κορμοστασιά.
     «Ούτε αυτό δεν το ακούσατε κύριε Ουσταμπασίδη;».
      «Δεν μπορώ να προσποιηθώ πως δεν συμβαίνει τίποτε. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Σχολείο, που κάποιο τουριστικό γραφείο τους έκλεισε δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο ερειπωμένο από δεκαετίες. Δεν υπάρχει άλλο κατάλυμα που να μπορεί να τους φιλοξενήσει. Δείτε το περισσότερο σαν επίταξη».
      Είχε την αίσθηση πως έβλεπε ατμό να βγαίνει κυριολεκτικά από τα ρουθούνια της. Μία φλέβα χτυπούσε νευρικά στο λαιμό της.
      «Θα μπορούσατε να επιβάλλετε τουλάχιστον λίγη ησυχία;».
      Ο Θράσος της χαμογέλασε.
      «Δε νομίζω πως θα έχω οποιαδήποτε επιτυχία επιχειρώντας να επιβάλλω σε δεκαεξάχρονους οτιδήποτε. Μπορείτε να δοκιμάσετε αν θέλετε».
      




      Καθώς η κυρία Πολίτου απομακρυνόταν με νευρικό βηματισμό ο Θράσος στράφηκε προς το μέρος της πισίνας. Βγήκε έπειτα από το γραφείο, διέσχισε το αίθριο κι έφτασε σε ένα άδειο πίσω δωμάτιο. Μπήκε μέσα και από το παράθυρο στάθηκε να κοιτάξει το πλήθος που ξεκουραζόταν σε ξαπλώστρες κάτω από τα πεύκα ή στο γκαζόν.
      Φαγητό πηγαινοερχόταν από την κουζίνα, η Θεώνη σε δράση. Η φασαρία είχε κοπάσει και τα παιδιά συντροφευμένα απολάμβαναν το πρωινό τους.
      Θυμήθηκε τη δική του πενθήμερη εκδρομή. Αιώνες πριν, έμοιαζε περισσότερο σαν μια άλλη ζωή που είχε ζήσει, κι όχι το παρελθόν του.
      Παρά τις οικονομικές δυσκολίες τους, ο πατέρας του τον έκανε πακέτο και τον έστειλε με το στανιό.
      «Άστονα μπας και ανοίξει το μάτι του βλαμμένου με κάνα κορίτσι. Τοιούτος θα μας βγει έτσι όπως πάει», τον άκουσε να λέει στη μητέρα του. Εκείνη δεν τόλμησε να αρθρώσει κουβέντα. Ως συνήθως ήταν μεθυσμένος και στα μεθύσια του γινόταν βίαιος.
      Ο Θράσος πήγε στην πενθήμερη. Το να πει όχι στον πατέρα του  σήμαινε  φασαρίες. Και τη νύφη δεν θα την πλήρωνε μόνο ο ίδιος.
      Έβλεπε τους υπόλοιπους συμμαθητές του να προσπαθούν να ρίξουν καμιά κοπέλα στο κρεβάτι τους, λες και θα ήταν η τελευταία ευκαιρία της ζωής τους.
      Ίσως πάλι τους αδικούσε, αφού δε θα ήταν η τελευταία, μα σίγουρα η πρώτη. Θα μπορούσε να ήταν ανεκτή η εκδρομή αν είχε έρθει κι η Λίνα. Ήταν μαζί από την πρώτη δημοτικού κι αν δεν είχε εκείνη, δεν ήξερε πως θα τα έβγαζε πέρα με τόση καζούρα στο σχολείο. Αλλά και  οι δικοί της δεν είχαν  οικονομική άνεση και σίγουρα δεν ένιωθαν καμιά ανάγκη να την κάνουν άντρα.
      Τις πέντε ημέρες που σέρνονταν βασανιστικά αργά τις πέρασε παρατηρώντας τον φιλόλογό του, τον Βασιλείου. Ήταν ο νεότερος καθηγητής στο γυμνάσιο, καλλιεργημένος και προοδευτικός.
      Δεν χλεύαζε ποτέ και ήταν ο μοναδικός με τον οποίο μπορούσαν να συζητήσουν πέρα από τα στενά όρια του μαθήματος. Τέχνη, ποίηση. Του άρεσε ο Καβάφης και συνήθιζε να φέρνει βιβλία στην τάξη για να διαβάζουν την ώρα του μαθήματος.
      Πρόσεξε την προσοχή που του έδειχνε ο Θράσος. Ο ίδιος σκέφτηκε πως μπορεί και να τον λυπήθηκε που ήταν μόνος του.
      Στους Δελφούς τον πλησίασε και συνέχισαν να πλανώνται μαζί μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Μίλησαν για τα Δελφικά μυστήρια.  Ο Βασιλείου μίλησε με πάθος για την ιερότητα του πνεύματος στην αρχαιότητα, μα και την ιερότητα του σώματος.
      «Το σώμα ήταν ο ιερός ναός που μέσα του κατοικούσε το πνεύμα», είπε σκύβοντας πολύ κοντά.
      Ο Θράσος ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του.
      «Καταλαβαίνεις πως είσαι ξεχωριστός Θράσο. Είσαι ευαίσθητος, καλλιεργημένος. Δεν φοβάσαι να διαφέρεις».
      Κι ένιωθε πως εδώ υπήρχε ίσως η αδερφή ψυχή του, ένας άνθρωπος που μπορούσε μαζί του να είναι ο εαυτός του, να μην ντρέπεται.
      Τις επόμενες μέρες μίλησαν ατελείωτα. Μίλησε για τα όνειρά του, για την ανάγκη να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού του. Να μην χρειάζεται ν’ αποδείξει πως είναι άντρας, να είναι μόνο ο εαυτός του.
      Την τελευταία μέρα ο Κωνσταντίνος τον προσκάλεσε στο δωμάτιό του.
      «Μου λείπουν ήδη οι κουβέντες μας», του είπε. «Θα φέρω ένα μπουκάλι κρασί και θα καθίσουμε να μιλήσουμε χωρίς να μας ενοχλεί κανείς».
      Ανυπομονούσε τόσο για να έρθει το βράδυ. Αισθανόταν αναπάντεχα τυχερός με την εξέλιξη που είχε τούτη η εκδρομή.
      Το βράδυ, παρά τον παροξυσμό που επικρατούσε ανάμεσα στα δωμάτια, καθώς όλοι ήθελαν να βρίσκονται σε ένα δωμάτιο που δεν έπρεπε να είναι, κατάφερε να πάει σε αυτό του Βασιλείου, χωρίς να τον δει κανείς. Δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο, αφού οι δύο συμμαθητές του με τους οποίους μοιράζονταν το δωμάτιο, είχαν προ πολλού εξαφανιστεί.









      Η βουτιά στην πισίνα και το αναπάντεχο και πλούσιο πρωινό αποτέλεσε για τα κατάκοπα από τη βραδινή ταλαιπωρία παιδιά,  τη χαριστική βολή. Σέρνοντας τα πόδια τους κατευθύνθηκαν στα δωμάτιά τους. Ο Θράσος στάθηκε μαζί με τον Μιχάλη στη ρεσεψιόν, ώστε να μοιραστούν γρήγορα τα κλειδιά, κλειδιά στην κυριολεξία, και όλοι πήραν το δρόμο τους.
      Οι φωνές κόπασαν. Όπως έβλεπε τη χαλαρότητα με την οποία κινούνταν οι μαθητές αισθανόταν λες και είχαν περάσει αιώνες από τη δική του μαθητική εκδρομή. Τα άγχη, οι φοβίες, οι ανείπωτες επιθυμίες, ανήκαν στη δική του εποχή. Του σκοταδισμού και του μεσαίωνα επαρχιακής πόλης στη δεκαετία του εξήντα.
      Χωρίς να το καταλάβει έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και βρέθηκε να παρατηρεί πίσω από το διπλωμένο πορτόφυλλο  της τραπεζαρίας.      
      Τι ανακουφιστική εικόνα να παρατηρεί τα παιδιά που έμοιαζαν τόσο άνετα με τον εαυτό τους.
      Άκουσε βαθιά στο υποσυνείδητό του αλλά δεν έδωσε σημασία στο αργό βήμα της κυρίας Ραλλούς. Ούτε όταν απίθωσε το χέρι της στον ώμο του. Εκείνη περίμενε. Γύρισε και την κοίταξε.
      «Λες και άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου», παρατήρησε ήρεμα.
      Ξαφνιάστηκε και όταν κατάλαβε τι του είπε, έκανε να δικαιολογηθεί για την αναπάντεχη εισβολή. Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
      «Λίγη ζωντάνια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν», του είπε καθώς τράβηξε προς τη βεράντα για να καταλάβει τη συνηθισμένη της θέση.
      Όλη η ζωή της, εκτός ίσως από τα λίγα πρώτα της χρόνια, ήταν μια φυλακή. Μια φυλακή που την τύλιξε, την έπνιξε και δεν της επέτρεπε να ανασάνει. Σα να είχαν φυτρώσει γύρω της κάγκελα, ρίζωσαν επάνω της και κουβαλούσε πάντα το αόρατο κλουβί της.
      Σιγά σιγά έμαθε πως αποδεχόμενη τα δεσμά της, κέρδισε την ελευθερία μέσα στην ίδια τη φυλακή της.
 
      Η σχολική χρονιά ξεκίνησε. Η Ραλλού δεν ήταν και το πιο κοινωνικό παιδί δα. Δεν ήταν που δεν της άρεσαν οι συναναστροφές, ή που ήταν συνεσταλμένη, ή είχε δυσκολίες στις σχέσεις της.
      Απλά τα χρόνια της ως τότε είχαν τραβήξει το δρόμο τους μοναχικά κι είχε συνηθίσει στην ήρεμη συντροφιά του εαυτού της.
      Ήρεμα, ίσως λίγο απομακρυσμένη σαν παρατηρητής, συνυπήρχε με το πλήθος γύρω της, πιότερο δίπλα, παρά μαζί.
      Τα πρωινά περνούσε ο Κυριάκος και την περίμενε καταχωνιασμένος στο πίσω σοκάκι, πίσω από μια μισογκρεμισμένη μάντρα.
      Η Ραλλού δεν κοιμόταν από την ανυπομονησία για το πρωινό αντάμωμά τους. Ήταν λες και κάποιος είχε ανοίξει μια πόρτα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και από τη χαραμάδα τρύπωσε φως.
      Πόσα δε λέγανε στο δρόμο για το σχολείο. Ο Κυριάκος της μιλούσε για το σπίτι του, για τα πολλά αδέρφια του, το ότι έμενε περισσότερο με τον παππού τους που τον βοηθούσε και στα κτήματα, για να έχει την ησυχία του.
      Πιότερο της έλεγε για την αγάπη του για τη γη, την αγάπη του για τα κτήματα και τα λιόδεντρα. Λάτρευε τα λιόδεντρα, να τα φροντίζει, να μαζεύει τον πολυτιμότερο καρπό της γης, όπως έλεγε. Ο παππούς του ήθελε να σπουδάσει γεωπονία μα ο Κυριάκος θύμωνε. Δεν ήθελε να τον ξεριζώσουν από τη γη του και να τον στείλουν μακριά να σπουδάσει.
      Η Ραλλού γελούσε.
      «Αν πας να σπουδάσεις, θα έρθω κι εγώ», του έλεγε.
      «Σοβαρά; Και τι θέλεις να σπουδάσεις εσύ;».
      Χαμογελούσε μυστηριωδώς και σκεφτόταν αλήθεια τι θα έκανε στη ζωή της. Το μόνο που ήξερε ήταν να περιμένει την κάθε μέρα να περάσει. Να περιμένει να ξημερώσει για να ανταμώσει τον Κυριάκο.
      Ποιος θα της έλεγε τι έπρεπε να κάνει με τη ζωή της. Τον Κυριάκο, κάποιοι τον νοιάζονταν, κάποιοι σκέφτονταν για το μέλλον του. Εκείνη τι θα έκανε άραγε;
      Δεν τολμούσε να μιλήσει στη μητέρα της. Κι έτσι το μόνο που της έμενε ήταν να ζει την κάθε μέρα, να συναντά τον Κυριάκο και να τρέφεται από τα δικά του όνειρα.
      Στο σχολείο όλα την άφηναν λίγο πολύ αδιάφορα. Μελετούσε μόνο για να έχει κάτι να κάνει τα απογεύματα. Από ολόκληρη την πρώτη γυμνασίου, το μόνο που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η Ομήρου Οδύσσεια, καθώς με ενδιαφέρον παρακολουθούσε τις περιπέτειες του αρχαιότερου Έλληνα ποντοπόρου και μεγαλύτερου μπαγαμπόντη. Στους στίχους του έπους, ήταν λες κι είχε ανέβει σε μια σχεδία, και ταξίδευε να συναντήσει μυθικά τέρατα, μαγεμένες καλλονές και μάγισσες.
      Ήρθε η εποχή της συγκομιδής της ελιάς και η Ραλλού είχε ξεσηκωθεί. Ο Κυριάκος γελούσε με την ανυπομονησία της. Ούτε η ίδια θυμάται πόσα ψέματα αράδιασε στην κυρία Εριφύλη τις λίγες φορές που πρόσεξε την απουσία της.
      Ήταν λες κι ανακάλυπτε έναν καινούριο κόσμο. Ο παππούς του Κυριάκου, Κυριάκος κι αυτός την καλωσόρισε εγκάρδια.
      «Ώστε εσύ είσαι του καπετάν Γιάννη η κόρη; Καλωσόρισες κόρη μου. Ο πατέρας σου ήταν πολύ άξιος άνθρωπος».
      Και η Ραλλού έγινε η Ραλλού τους, η Ραλλού κι ο Κυριάκος. Κι ήταν φυσικό για όλους να τους βλέπουν μαζί. Τα παιδιά έλεγαν, κι εννοούσαν τους δυο τους.
      Εκείνο το φθινόπωρο η Ραλλού έμαθε ν’ απλώνει τα δίχτυα, να χτυπά με τη βέργα την ελιά. Να τινάζει μετά τα δίχτυα για να καθαρίσουν από πέτρες και σκουπίδια.  
      Κι έπειτα στο λιοτριβείο. Κι εκείνη να αισθάνεται πως ανακάλυπτε έναν ολάκερο καινούριο κόσμο που ζούσε δίπλα του τόσα χρόνια χωρίς ποτέ να έχουν ανταμώσει.
      Το Λενιώ την κάλυπτε σ’ αυτά τα ξεπορτίσματα κι αν καμιά φορά η κυρία Εριφύλη ανακάλυπτε την απουσία της, έλεγε αόριστα πως είχε πεταχτεί σε μια συμμαθήτριά της.
      Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στην κουζίνα της Λενιώς και το σπίτι του Κυριάκου. Ο πατέρας του ετοιμαζόταν να σφάξει το γουρούνι και την απειλούσε πως θα της μάθει να φτιάχνει λουκάνικα.
      Η κυρά Ανεσώ τον απόπαιρνε.
      «Άσε ήσυχο το κορίτσι. Χασάπη θα το κάμεις; Έλα δω κοκόνα μου, έλα να φτιάξουμε κουραμπιέδες».
       Και όλοι μονοπωλούσαν την παρουσία της, κι ένιωθε πως μέσα στο σπίτι τους μια γωνίτσα ανήκε και σ’ αυτήν την ίδια. Και στην μικρή κουζίνα τους που πάντα μοσχοβόλαγε, ανάμεσα σε παιδιά που τριγύρναγαν σαν τσούρμο γατιά κι η μάνα τους τα ηρεμούσε δίνοντάς τους από ένα κομμάτι ζυμάρι να παίζουν, ή αμύγδαλα για να σπάζουνε, η Ραλλού ζύμωνε, έπλαθε κουραμπιέδες, άπλωνε το καρύδι στα φύλλα που άνοιγε για τον μπακλαβά η κυρά Ανεσώ.
      Ο Κυριάκος την άφηνε να χαίρεται σαν παιδί που βρέθηκε άξαφνα σε πρωτόγνωρο πανηγύρι. Και χαίρονταν με τη χαρά της. Καταλάβαινε, χωρίς ποτέ να του έχει πει κάτι, πως στο σπίτι της δεν υπήρχαν προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα, φασαρία απ’ την πολυκοσμία. Το ένιωθε από τη χαρά που την πλημμύριζε όταν έφτανε στο σπίτι του. Δε ρωτούσε τίποτα, του έφτανε να την βλέπει χαρούμενη.
      Και έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Η Ραλλού είχε πεταχτεί στο σπίτι του Κυριάκου, ανάμεσα σε παιδιά που έλεγαν κάλαντα και σε κόσμο που περιφερόταν στους δρόμους σε κατάσταση χαρμόσυνης προσμονής.
      Ο κυρ Κώστας την φώναξε στην αποθήκη του όπου πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο τρίποδα ψιλοέκοβε το κρέας για να ετοιμάσει λουκάνικα.
      Τον χαιρέτισε μα δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του να τον βοηθήσει με το κρέας. Έτρεξε στην κουζίνα της κυρά Ανεσώς, που ετοίμαζε Χριστόψωμο.
       Την χαιρέτισε κι αυτήν με τη συνηθισμένη της ζωντάνια, μα δεν σίμωσε. Όσο πλησίαζε η ώρα των Χριστουγέννων ένιωθε να απομακρύνεται από την χαρά και την προσμονή της οικογένειας του Κυριάκου. Αυτή η χαρά και η προσμονή δεν της ανήκαν.
      Στο σπίτι της θα ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Θα πήγαινε για ύπνο νωρίς και το πρωί θα ξυπνούσε λίγο πιο νωρίς  να πάνε στην εκκλησία. Δεν θα υπήρχαν ξεχωριστά φαγητά, ιδιαίτερες ετοιμασίες. Δε θα υπήρχε αυτή η φασαρία που ξεσήκωνε τα υπόλοιπα σπίτια.
      Χωρίς να το καταλάβει, τραβήχτηκε στο κούφωμα της πόρτας της σάλας και παρακολουθούσε αφηρημένα το πολύβουο αυτό μελίσσι που έμοιαζε να περιφέρεται ατέρμονα πέρα δώθε χωρίς σκοπό.
      Ένιωσε ένα άγγιγμα κι έπειτα ο Κυριάκος την τράβηξε από το χέρι.
      «Έλα», της ψιθύρισε και τον ακολούθησε στην αποθήκη, όπου ο πατέρας του στοίβαζε το σανό, τα ξύλα για το τζάκι και τα εργαλεία του.
      Την άφησε καταμεσής του πελώριου χώρου και πήγε σε μιαν άκρη του. Η Ραλλού τον κοίταζε υπομονετικά. Η μέρα τούτη, στο σπίτι αυτό. Λες και κρατούσε ένα γυάλινο θόλο όπου μέσα του έβλεπε μια παραμυθένια σκηνή. Η φεγγαρόσκονη τα κάλυπτε όλα κι έμοιαζαν μαγικά. Και η ίδια, έξω από το γυάλινο παιχνίδι, να παρακολουθεί από απόσταση, λες και δε βρισκόταν εκεί.
      Ο Κυριάκος της σήκωσε τα χέρια και απίθωσε ένα αντικείμενο μέσα τους. Κατάλαβε ότι ο νους της ταξίδευε και το κράτησε μαζί με τα χέρια της.
      Η Ραλλού χαμήλωσε το βλέμμα. Σα να ξυπνούσε από λήθαργο προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που κρατούσε. Ένα ξύλινο αντικείμενο, από ξύλο ροζιασμένο. Ελιά, ήταν σίγουρο.
      Το επεξεργάστηκε φέρνοντας τα χέρια της ψηλότερα, κοντά στο πρόσωπό της. Ήταν μία φιγούρα. Ενός κοριτσιού, καθισμένο σε ένα βράχο, πάνω στα διπλωμένα γόνατά του.
      Ξάφνου ένιωσε τη μαγεία από το γυάλινο θόλο να ξεπηδάει και να την αγγίζει.
      «Έτσι ήσουν όταν σε έβλεπα από το κτήμα στον κόλπο που κολυμπούσες. Είναι το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου».
      Η Ραλλού δυσκολευόταν να αρθρώσει λέξη.
      «Εσύ το έφτιαξες;».
      Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
      Έμειναν για λίγο αμίλητοι, η Ραλλού να μην μπορεί να πιστέψει στα μάτια της.
      «Δε θυμάμαι πότε πήρα τελευταία φορά Χριστουγεννιάτικο δώρο».
      Εκείνα τα Χριστούγεννα είχαν μία μαγεία που την είχε θάψει πίσω της βαθιά στο χρόνο.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου