Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

19ο κεφάλαιο



      Στο διώροφο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός. Ένα συνεργείο από ηλεκτρολόγους και ένα από υδραυλικούς μπλέκονταν αναμεταξύ τους και είχαν απλωθεί από το ισόγειο ως τη στέγη. Κάτω από τις οδηγίες του Μάνου, άλλαζαν εκ βάθρου τις εγκαταστάσεις του σπιτιού. Στη συνέχεια θα περνούσαν στα πατώματα βιομηχανικό τσιμέντο, που ήταν εύκολη και οικονομική λύση.
      Η Αθηνά περνούσε τη μέρα της ανάμεσα στο σπίτι και στην τοπική βιβλιοθήκη όπου χρησιμοποιούσε έναν από τους δύο υπολογιστές του ιδρύματος και τη σύνδεσή του στο διαδίκτυο. Εκεί κατέβαζε και μελετούσε ασταμάτητα πληροφορίες για το αγριοκυκλάμινο και τη χρήση του στην φαρμακευτική και καλλυντική βιομηχανία.
      Ήρθε σε επαφή με συνεταιρισμούς, κυρίως στο εξωτερικό, που ασχολούνταν με την εκμετάλλευση του φυτού. Έκπληξη της προξένησε η σπανιότητα των τόπων όπου ευδοκιμεί το συγκεκριμένο είδος, η μεγάλη του ζήτηση και το ύψος της τιμής ζήτησης.
      Ανάμεσα σ’ όλα τούτα, πεταγόταν πολλές φορές την ημέρα στο σπίτι για να παρακολουθεί την εξέλιξη των εργασιών. Το ίδιο έκανε κι ο Μάνος, ο οποίος είχε αναλάβει την επίβλεψη των έργων αρνούμενος κάθε αμοιβή.    
      Ο Θράσος τους έφερε σε επαφή με τα συνεργεία που εξυπηρετούσαν το ξενοδοχείο, αφού της εξήγησε πως εκτός του ότι ήταν τα πιο αξιόπιστα, είχαν σαφείς οδηγίες να την χρεώσουν με τις τιμές που χρέωναν  το ξενοδοχείο.
      Μόλις ξημέρωνε και αργά το απόγευμα, χαρτογραφούσε τις εκτάσεις του νησιού. Ελαιώνες, ακαλλιέργητες περιοχές, χωράφια και δασικές εκτάσεις.
      Σκάβοντας με τα χέρια ή με τη βοήθεια ενός μικρού σκαλιστηριού ξερίζωνε βολβούς, σημείωνε τοποθεσίες στο χάρτη και προχωρούσε παρακάτω.
      Όταν άρχισε να βεβαιώνεται πως το μεγαλύτερο κομμάτι του νησιού φιλοξενούσε το σπάνιο τούτο φυτό, αποφάσισε πως ήρθε η στιγμή να κάνει το επόμενο βήμα. Αργά ένα απόγευμα και την ώρα που ο πληθυσμός ξεχυνόταν στους παραλιακούς δρόμους που πλημμύριζαν απ’ το πολύβουο πλήθος, εκείνη τρύπωνε και πάλι στη βιβλιοθήκη.
      Ο νεαρός βιβλιοθηκάριος που τη γνώριζε καλά πια της χαμογέλασε, υποδεχόμενός την σαν παλιά γνώριμη. Την άφησε  μόνη  και βγήκε από την αίθουσα.
      Η Αθηνά κάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Μακράν απείχε τούτος εδώ από τα υπερσύγχρονα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στη δουλειά της. Αλλά ήταν καλά συντηρημένοι και οι ταχύτητες με τις οποίες έτρεχε στο διαδίκτυο αποδεκτές.
      Άρχισε να πληκτρολογεί ένα κείμενο στα Αγγλικά. Της πήρε λίγη ώρα καθώς δεν το είχε προετοιμάσει.
      Τελείωσε, το ξαναδιάβασε δυο και τρεις φορές, έκανε τις διορθώσεις που θεωρούσε απαραίτητες. Στη συνέχεια μπήκε στο φάκελο της ηλεκτρονικής της αλληλογραφίας, άνοιξε ένα νέο μήνυμα και άρχισε να προσθέτει παραλήπτες. Επισύναψε και την επιστολή που μόλις είχε συντάξει και μετακίνησε το βελάκι της πάνω στο «αποστολή». Σε δευτερόλεπτα το μήνυμα είχε εξαφανιστεί από εμπρός της.
      Η Αθηνά αποσυνδέθηκε και βγήκε αργά από τη δροσερή αίθουσα.
       Στο δρόμο για το ξενοδοχείο πέρασε από το σπίτι. Τα συνεργεία μάζευαν ήδη τα πράγματά τους ενώ ο Μάνος συζητούσε με τον ηλεκτρολόγο.
      «Καλώς την. Αύριο με το καλό τελειώνουμε. Μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ να κλείσω το σπίτι. Έχει γίνει  η αίτηση για τη σύνδεση με τη ΔΕΗ, και σε περίπτωση που θα λείπεις έχουν το τηλέφωνό μου. Θα γίνουν όλα σα να ήσουν εδώ».
      Η Αθηνά τον κοίταξε μην ξέροντας πώς να αντιμετωπίσει τον άντρα αυτό που της φέρονταν σα φίλη ή σαν κόρη.
      «Ευχαριστώ πολύ Μάνο. Θα σε παρακαλέσω όμως για μία ακόμη φορά να δεχτείς να σε πληρώσω, έστω και συμβολικά για όλα όσα έχεις κάνει».
      Της χαμογέλασε χωρίς να πειραχτεί. Ήξερε πως η ανεξαρτησία και η αυτάρκειά της ήταν η άμυνά της. Να μη χρειάζεται να δεθεί στη ζωή της.
      «Τα λεφτά σου δεν περνούν εδώ. Ας πούμε πως μου αρέσει αυτό που πας να κάνεις και θέλω να συνεισφέρω».
      Του χαμογέλασε, ένα χαμόγελο σπάνιο και ακριβό. Λίγο στραβό στην άκρη του, σα να ‘χε σκουριάσει τόσα χρόνια καταχωνιασμένο.






      Η Ραλλού έκοψε και τις τελευταίες επιταγές, νιώθοντας ένα βαρύ σαν ταφόπλακα φορτίο να σηκώνεται από το στήθος της.
      Έξω απ’ το πλατύ παραθύρι ήταν χειμώνας, ένας βαρύς χειμώνας που είχε λουστεί το ανθρακί της απελπισίας. Τα κύματα χτυπούσαν μανιασμένα τον ταρσανά λες και η θεία δίκη είχε πέσει επάνω τους.
      Μα η δουλειά τους δεν σταματούσε, γιατί λίγο πιο πέρα υψώνονταν το σιδερόφραχτο νέο τους ναυπηγείο, που επέτρεπε τις εργασίες να γίνονται σε κλειστό χώρο, προστατεμένες από τις καιρικές συνθήκες. Και μέσα από εκείνο το θεριό, όταν ερχόταν η ώρα, άνοιγαν οι θύρες του και γλιστρούσαν πάνω σε ιμάντες και τροχαλίες, σκάφη μέσα στο νερό.
      Αυτά ήταν τα τελευταία λεφτά που είχε να πληρώσει σε προμηθευτές για την επένδυση που είχε γίνει. Κι έμενε ακόμη κι ένα δάνειο, δάνειο όμως εξαιρετικά χαμηλότοκο το οποίο δεν την είχε ανησυχήσει από την αρχή. Είχε επιμείνει το μεγαλύτερο μέρος της δικής τους συμμετοχής, καθώς η μισή επένδυση είχε γίνει με επιχορήγηση, να το εξοφλήσει με συντόμου λήξεως επιταγές απευθείας στους προμηθευτές, ενώ μόνο για μια μικρή προκαταβολή είχε δανειστεί.
      Ο  Αναστάσης είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει.
      «Δεν ανησυχώ μήπως δεν τα καταφέρεις παιδί μου. Αλλά σε ξέρω, και ξέρω πως δε θα πάρεις μια κανονική ανάσα, μέχρι να ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα. Γιατί θέλεις οικειοθελώς να βάλεις τέτοιο βρόγχο στο λαιμό σου;».
     Εκείνη ύψωσε το βλέμμα και το ακούμπησε στο δικό του, κουρασμένα και παρακλητικά.
      «Καλά παιδί μου. Έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω πως μπορώ να σε πείσω για το αντίθετο».
     Άπλωσε το χέρι και το ακούμπησε πάνω στο κεφάλι της, απαλά και καθησυχαστικά. Έσκυψε και απίθωσε ένα απαλό φιλί στο ίδιο σημείο.
      Ευγνωμόνησε για ακόμη μία φορά το Θεό για το απρόσμενο τούτο δώρο που του είχε δοθεί στα στερνά της ζωή του. Την Ραλλού και την υπέροχη Αναστασία.
      Η γυναίκα του είχε φύγει το προηγούμενο καλοκαίρι. Έπειτα από το θάνατο του μονάκριβου τους γιού δεν υπήρχε πλέον κανένα πρόσχημα να την κρατήσει στη ζωή. Η πτώση της ήταν αργή αλλά σταθερή.
      Σταμάτησε να βγαίνει στην αρχή. Σταμάτησε να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και στο τέλος σταμάτησε να τρώει.
      Ένα θηρίο μέσα στο σπίτι, το βλέμμα της άγριο κι αλλοπαρμένο, τα μαλλιά της μπλεγμένα σαν της μέδουσας.
      Ο  Αναστάσης δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να την βοηθήσει. Βρήκε μια νοσοκόμα με μεγάλα αποθέματα ενέργειας, η οποία μετακόμισε στο σπίτι τους και στο δωμάτιό της.
      Στο τέλος, είχε απομείνει η σκιά του εαυτού της, ένα ράκος τυλιγμένο σε κουρέλια, έτσι όπως κατέσχιζε τα ρούχα και τις σάρκες της. Μια παράξενη μυρωδιά την είχε τυλίξει σαν απόκοσμο σύννεφο και προσπαθούσε να μην σκέφτεται  πως ήταν η μυρωδιά της σάπιας ψυχής της, που είχε βρει διέξοδο.
      Μία κρίση αναπάντεχη και απίστευτη για τα μυϊκά της αποθέματα, ένα αποπνικτικό βράδυ αρχές Αυγούστου, συντάραξε σχεδόν όλο το νησί.
      Τα μάτια της κατάμαυρα τριγύρω και στο κέντρο δυο άδειες τρύπες, το πρόσωπό της ισχνό. Τα δάχτυλά της πελώρια νύχια αρπακτικού, λεπτά και γαμψά, βρήκαν την απίστευτη δύναμη να διαλύσουν ότι βρέθηκε στο πέρασμά τους. Κι η φωνή της, η φωνή αυτή που έμοιαζε σα να ξεχύνονταν από ένα ρήγμα που άνοιξε απρόσμενα και οδηγούσε κατευθείαν στον κάτω κόσμο, τον κόσμο του σκότους και της οδύνης.
      Δεν είχε ξανακουστεί η φωνή αυτή, φωνή θεριού, φωνή απόκοσμου δαίμονα που απειλεί να κυριεύσει τον κόσμο.
      Ο  Αναστάσης άκουσε τη φασαρία ανεβαίνοντας αργά το μεσημέρι προς το σπίτι. Η Ραλλού δεν του επέτρεπε να κάθεται και το απόγευμα κι έτσι άφηνε τη μικρούλα Αναστασία στα χέρια της Λενιώς, έτρωγε μαζί τους και μετά τράβαγε στο σπίτι του.
      Η ώρα τούτη, αυτή την εποχή του χρόνου ήταν από τις πιο ήσυχες. Αυγουστιάτικο μεσημέρι η φύση ούτε καν κοιμάται, μα νεκρώνεται, οι αισθήσεις της χαλαρώνουν και τα μέλη της λύνονται.
      Γι αυτό και ήταν πολύ παράξενο το γεγονός πως καθώς ανέβαινε τα σκαλιά στα δρομάκια για το σπίτι του, ένας πνιγηρός θόρυβος έσκιζε τη μεσημεριάτικη σιωπή του καλοκαιριού. Μία ανησυχία ήταν διάχυτη  όσο πλησίαζε και μόλις έστριψε στο στρατί που ήταν το σπίτι του είδε κόσμο συναγμένο απ’ έξω. Οι γείτονες κατέβασαν τα μάτια σαν τον αντίκρισαν, ενώ ο Λευτέρης, δυο σπίτια πιο πέρα και γείτονάς από παιδί τον πλησίασε.
      «Άσε με να ανέβω μαζί σου Αναστάση».
      Ένα ουρλιαχτό, βγαλμένο απ’ τα έγκατα της γης ξέσκισε το καυτό μεσημέρι και μερικές γυναίκες σταυροκοπήθηκαν. Ήταν λες και η κραυγή είχε καβαλήσει τα φτερά του οξαποδώ και ξέσκιζε με ασύλληπτη ταχύτητα το καυτό μεσημέρι.
      Ο  Αναστάσης ένευσε του Λευτέρη καταφατικά και άνοιξε την πόρτα. Ανέβηκαν γρήγορα τα σκαλιά, ενώ η έννοια του για την Μελπομένη, τη νοσοκόμα που φρόντιζε τη γυναίκα του θέριευε.
      Τις βρήκε μέσα στην κουζίνα και τις δύο μέσα στα αίματα. Η γυναίκα του κατέβαζε και εκσφενδόνιζε γύρω της ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στα ράφια, ενώ η Μελπομένη έκανε ότι μπορούσε για να τη συγκρατήσει με αποτέλεσμα να δέχεται χτυπήματα από ποτήρια που ράγιζαν στα χέρια της, αφήνοντάς την μέσα στα αίματα.    
      Μα με τα ίδια κομμάτια και σε καταιγισμό υστερίας τραυμάτιζε η κυρία Σοφία και τον εαυτό της και χρειάστηκαν πολύ χρόνο οι δύο άντρες να μπορέσουν να τη συγκρατήσουν και να ελέγξουν το βίαιο και απρόσμενο τούτο ξέσπασμα του σώματος τούτου, που κανονικά δεν είχε πια τη δύναμη ούτε να ανασάνει.
      Η κυρία Σοφία μέσα σε ένα νέο ξέσπασμα μανίας άδραξε ένα μαχαίρι από το νεροχύτη και κατάφερε γύρω της αρκετά χτυπήματα. Όταν τελικά μπόρεσαν να την ακινητοποιήσουν ήταν όλοι τους μέσα στα αίματα, δύσκολο να πεις ποιανού.
      Η Μελπομένη είχε ήδη ξεγλιστρήσει με το που μπήκανε οι δυο άντρες στην κουζίνα και είχε καλέσει το γιατρό. Όμως μέχρι να φτάσει εκείνος η κυρία Σοφία είχε καταρρεύσει, λες και είχε χυθεί η ζωή από πάνω της, λες και τούτο παράδοξο δαιμονικό ξέσπασμα ρούφηξε και τα δικά της τελευταία ίχνη ζωής από πάνω της.
      Μα ο γιατρός, όταν αντίκρισε το σπίτι που έμοιαζε να έχει βγει μόλις από σεισμό, της χορήγησε ισχυρή δόση υπνωτικού χωρίς δεύτερη κουβέντα.
      Στη συνέχεια απολύμανε τις πληγές της και τις πληγές των υπολοίπων και επέμεινε να πάει ο  Αναστάσης στο νοσοκομείο  να του ράψουν ένα βαθύ τραύμα με μαχαίρι.
      Έπρεπε να επιμείνει και η Μελπομένη για να τον πείσουν.
      Εκείνη πάλι δεν το κούνησε από δίπλα της παρά τις διαβεβαιώσεις του γιατρού πως ήθελε παραπάνω από δώδεκα ώρες για να ξυπνήσει.
      Μα δε συνήλθε ποτέ. Δεν άνοιξε ξανά τα μάτια της και δυο βράδια αργότερα, χωρίς να δώσει κανένα σημάδι, έσβησε αθόρυβα μέσα στο λήθαργο που είχε πέσει.





      Αυτό που αντίκρισε όταν άνοιξε τον υπολογιστή δεν το περίμενε. Οι τρεις από τις τέσσερις φαρμακευτικές εταιρίες στις οποίες είχε απευθυνθεί της είχανε απαντήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά της προσφέρανε συνεργασία για όποια ποσότητα κατάφερνε να παράγει από το ξεκίνημά της.
      Η Αθηνά ένωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, που κύλησε σα μούδιασμα στα άκρα της.
      Μέσα της έλπιζε να συναντήσει κλειστές πόρτες, έτσι ώστε να έχει μια δικαιολογία. Μια δικαιολογία για να πείσει τον εαυτό της πως δεν ήταν ο φόβος και η ανασφάλεια να αφήσει την ήσυχη και απόλυτα προγραμματισμένη ζωή της.
      Πήρε μια βαθιά ανάσα. Χτένισε με ακίνητο το πρόσωπο το χώρο της βιβλιοθήκης γύρω  να ελέγξει αν είχε αντιληφθεί κανείς την αναστάτωσή της.
      Χαμογέλασε ειρωνικά μέσα της όταν θύμισε στον εαυτό της πως τόσο καιρό που επισκεπτόταν τον δροσερό τούτο χώρο, δεν είχε ποτέ της ανταμώσει ψυχή.
      Μόνο τον χαμογελαστό νεαρό βιβλιοθηκάριο, ο οποίος διάβαζε το βιβλίο του κάτω από τον πελώριο πεύκο του κήπου. Γέλασε με τον εαυτό της, όταν έπιασε το νου της να ξεστρατίζει και να αναρωτιέται πόσα χρόνια υπηρεσίας θα του χρειαζόταν για να διαβάσει όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης.
      Έκλεισε το φάκελο της αλληλογραφίας της και βγήκε από το ψηλοτάβανο δωμάτιο. Εγκατέλειψε απρόθυμα  τη δροσιά, τη μυρωδιά από το σκονισμένο χαρτί και το παλιό δέρμα που την τύλιγε στην οικεία αγκαλιά της και βγήκε έξω.
      Κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο μα αυτή τη φορά δεν διέσχισε με το γρήγορο βήμα της τους δρόμους, με το περπάτημά της να βροντοφωνάζει πόσο βιαστική και πολυάσχολη είναι.
      Άφησε τα πόδια της να γλιστρήσουν απαλά, σα να χάιδευαν απαλά το δρόμο, ξεστράτισε μέσα σε στενοσόκακα, άφησε το βλέμμα να πλανηθεί σε νεοκλασικά κτίρια και γραφικά χαμηλά σπίτια. Χάιδεψε με αυτό γεράνια σε γλάστρες, μπουκαμβίλιες και γιασεμιά.
      Και γέμισε τα πνευμόνια της με τον μοσχοβολιστό τούτο αέρα, που ακόμη κι η ζέστη του ήταν λες και ανέδυε άρωμα, άρωμα που έμπλεκε αυτό του γιασεμιού και την μέθαγε.
      Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο ξενοδοχείο, ανέβηκε αργά το μάρμαρο που είχε λιώσει  απ’ τα χιλιάδες βήματα που πέρασαν από πάνω τους κι έψαξε στους χώρους του καθιστικού και της τραπεζαρίας για τον Μάνο.
      Ο Θράσος μέσα από το στενό γραφείο του ένευσε αρνητικά και της έδειξε προς το σπίτι της.
      Όταν έφτασε,  έσπρωξε την αυλόπορτα και  είδε το Μάνο να κάθεται με το συνεργείο των ηλεκτρολόγων στους ξύλινους πάγκους της αυλής, έχοντας απλωμένα  σχέδια ανάμεσά τους.
      Τους καλημέρισε και προχώρησε  στο σπίτι. Έριξε μια ματιά στις δουλειές που είχαν γίνει, πιο πολύ για να τους δώσει χρόνο να τελειώσουν την κουβέντα τους.
      Απορροφήθηκε όμως, βλέποντας τον πέτρινο νεροχύτη της κουζίνας και ο συλλογισμός της πλανήθηκε σε αλλοτινές εποχές. Και φαντάστηκε τη λάτρα που θα γινόταν σ’ αυτόν το χώρο.
      Τα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν την πέτρινη επιφάνεια κι έτρεξαν πάνω στα ξύλινα καπάκια που κάλυπταν τα ανοίγματα στους τοίχους και χρησίμευαν σαν ντουλάπια.
      Τα φαντάστηκε σε ένα υπόλευκο χρώμα, ενώ στο μεγάλο άνοιγμα που αποκαλυπτόταν κάτω από το νεροχύτη, τοποθέτησε με τη φαντασία της ράφια κι ένα λευκό με μπλε ύφασμα να το καλύπτει σαν κουρτίνα.
      Από τις σκέψεις της την διέκοψε το χέρι του Μάνου που στάθηκε απαλά πάνω στον ώμο της. Στράφηκε και κατάλαβε πως ήταν περιττό να του ανακοινώσει την απόφασή της. Του ένευσε μόνο καταφατικά.
      Το άλλο πρωί είχε πάρει το πλοίο για Ραφήνα αφού πλήρωσε το λογαριασμό της στο ξενοδοχείο. Παραξενεύτηκε με τον εαυτό της όταν έσφιξε δυνατά το χέρι του Θράσου, ενώ ο Μάνος χωρίς δεύτερη κουβέντα την ελάφρυνε από το σακίδιό της και τη συνόδευσε στο λιμάνι.
      Είχαν ήδη συνεννοηθεί για το πώς θα παραλάβει τα έπιπλά της, μόλις θα άδειαζε το διαμέρισμά της. Θα έμενε όσο χρειαζόταν στην Αλκμήνη, για να εκπαιδεύσει αυτόν που θα έπαιρνε τη θέση της και να του παραδώσει εκκρεμότητες.
      Είχε μεγάλη ανησυχία πριν ανακοινώσει στον πατέρα της φίλης της τα σχέδιά της και την πρόθεση να παραιτηθεί. Είχε σβήσει κάθε συναίσθημα απ’ τον εσωτερικό της χάρτη και έλεγε στον εαυτό της πως δεν χρώσταγε καμιά ευγνωμοσύνη. Είχε δουλέψει ασταμάτητα και ακούραστα για πολλά χρόνια και είχε ξεπληρώσει προ πολλού κάθε υποχρέωση.
      Πάντα είχε στόχο και να για να τον πετύχει το μόνο που έπρεπε ήταν να βλέπει μπροστά της και με παρωπίδες, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κανένας αντιπερισπασμός.
      Όμως όσο και να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της, ο κύριος Σωτηρόπουλος ήταν ο λόγος που πριν καλά καλά τελειώσει τη σχολή, πατούσε στα πόδια της. Που μπόρεσε να οργανώσει τη ζωή της έτσι όπως πάντα επιθυμούσε.
      Τον επισκέφτηκε στο γραφείο του, όπου την δέχτηκε αμέσως, ξαφνιασμένος από την ξαφνική εμφάνισή της στα μέσα των διακοπών της.
      «Αθηνά, μισό λεπτό δώσε μου να συνέλθω. Νομίζω πως ούτε σε χρόνια δε θα μπορέσω να σε αντικαταστήσω».
      Το λευκό κεφάλι του γοητευτικού και γλυκύτατου ανθρώπου έγειρε και ακούμπησε πάνω στο χέρι του.
      Η Αθηνά καθισμένη στη βαθιά δερμάτινη πολυθρόνα παρακολουθούσε να περνά τα δάχτυλά του ανάμεσα στα λευκά μαλλιά. Μα ξάφνου τινάχτηκε, το βλέμμα άστραψε και ύψωσε πάλι το ανάστημα.
      «Με τι ακριβώς καλλιέργεια είπες πως θα καταπιαστείς στο νησί;».
      Η Αθηνά αναγνώρισε στο βλέμμα του τον πυρετό εκείνο της ανησυχίας που τόσες φορές είχε συναντήσει. Και που πολύ συχνά τον είχε οδηγήσει σε ένα νέο πρωτοποριακό προϊόν που λίγο έπαιρνε πριν κατακτήσει τη διεθνή αγορά.
      «Αγριοκυκλάμινο .Υπάρχει αυτοφυές σχεδόν σε ολόκληρο το νησί. Κάποιες εταιρίες παραγωγής αιθέριων ελαίων στο εξωτερικό το χρησιμοποιούν ήδη. Και μου πρότειναν ανοιχτή συνεργασία. Σαν πρώτη ύλη δεν υπάρχει άφθονη».
      Την κοίταξε σκεπτικός και  νόμισε πως έβλεπε στα μάτια του να αντανακλώνται μικρές εκρήξεις φωτός που λαμβάνανε τόπο στο μυαλό του.
      «Άσε με να το σκεφτώ. Κάπου το έχω ξανακούσει. Μέχρι να μπορέσεις να κατατοπίσεις τον Αλεξίου θα είμαι σε θέση να σου δώσω οριστική απάντηση».
      Ούτε που  κατάλαβε πότε βγήκε από το γραφείο του. Απορροφημένος από τις σκέψεις του στράφηκε στην οθόνη του υπολογιστή του.








      Η Ραλλού έσκυψε και φίλησε το καστανόξανθο αναστατωμένο κεφάλι της μικρής Αναστασίας που μασούλαγε νυσταγμένα τη φέτα με το μέλι της. Το λευκό  νυχτικό γλιστρούσε από τη μία μεριά αποκαλύπτοντας τον ένα της στρουμπουλό ώμο κι η μικρή γύρισε αργά το ροδαλό της μάγουλο να δεχτεί το φιλί της μητέρας της χωρίς να σταματήσει το μασούλημα. Τα λευκά αφράτα ποδαράκια της κρεμόντουσαν απ’ την καρέκλα και τα τέντωσε κουνώντας τα πέρα δώθε.
      «Καλημέρα πατέρα», έσκυψε και φίλησε το στεφανωμένο από αραιή λευκή κόμη κεφάλι του πεθερού της.
      Ήταν πάντα εδώ την ώρα που η εγγονή του κατέφθανε στο τραπέζι για πρωινό και έπαιρνε το πρωινό μαζί τους.
     «Έλα Τασούλα μου. Μία για τη μαμά».
      Η εγγονή του βύθιζε τα μικρά λευκά μαργαριτάρια που είχε για δόντια στο ψωμί με το μέλι και η ευτυχία πλανιόταν στο πρόσωπό της.    
      Η Ραλλού την κοίταξε κι η ευγνωμοσύνη πλημμύρισε κάθε ίνα της ύπαρξής της.
      Η ζωή της υπήρξε σκληρή, σκληρή και άδικη. Της στέρησε τόσα, όσα αγάπησε, κάθε ίχνος ζωντάνιας. Κι όμως απ’ όλα αυτά πάλι καλό είχε βγει. Σα ρόδο που φύτρωσε στην έρημο.  
      «Φάε παιδί μου, μη φεύγεις με έναν καφέ για τη δουλειά», της γκρίνιαξε τρυφερά  και της ετοίμασε μια φέτα ψωμί με μέλι κι αυτής.
      Του χαμογέλασε και την πήρε, σε κανένα δεν πήγαινε καρδιά να τον κακοκαρδίσει. Μα πιότερο η μικρή Αναστασία που τον λάτρευε, κι έπαιρνε ζωή απ’ τη ζωή του.
      Κι όταν τον αντίκριζε  ένιωθε πως ο Θεός έστω κι αργά της έστειλε το γονιό που της πήρε. Έναν πατέρα.
      Λίγο αργότερα βοήθησε την Αναστασία να ντυθεί για το σχολείο και την άφησε στα χέρια του παππού της, φεύγοντας η ίδια για τη δουλειά.
      Στο σύντομο δρόμο που είχε να διασχίσει άφησε να την συνεπάρει το φθινοπωρινό άρωμα της νοσταλγίας και της μελαγχολίας.
      Άλλο ένα καλοκαίρι σκέφτηκε η Ραλλού. Άλλο ένα καλοκαίρι πέρασε και ξέπλυνε τα πάντα στο σκληρό κατάλευκο φως του.
      Κι όμως αισθανόταν σαν τίποτα να μην άλλαξε. Λες και κάθε καλοκαίρι την γέμιζε ελπίδα να βρει ότι έχασε, ότι στερήθηκε, τη ζωή που πάντα διεκδικούσε. Κι αυτά περνούσαν και το μόνο που άφηναν πίσω τους ήταν μία στοίβα ξασπρισμένα απ’ τον ήλιο  κόκκαλα πάνω σε έρημο τόπο.
      Έφτασε στον παραλιακό δρόμο κι ακούμπησε τα χέρια πάνω στον πετρόχτιστο κυματοθραύστη.
      Και κάθε καλοκαίρι κίναγε γιομάτο ελπίδα. Ελπίδα πως ο ανελέητος ήλιος με κάποιο τρόπο θα τα ξεπλύνει όλα, θα τα εξαγνίσει. Θα κάψει κάθε τι σάπιο, κάθε λάθος και θ’ αφήσει πίσω του νέα ζωή αναγεννημένη.
      Μα ήταν λες κι ο ήλιος απλά τους ξέπλενε και τους φώτιζε,  αφήνοντας πίσω του τα κουφάρια τους γυμνά στο αμείλικτο φως του.
      Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί,  να ερευνήσει το απέραντο πέλαγο, να ψάξει να συναντήσει την απέναντι ακτή. Τη ζωή της εκεί που λύθηκε σε συντρίμμια, τα λίγα και ταυτόχρονα τόσα πολλά ίχνη ευτυχίας που της χαρίστηκαν.
      Πήρε μια βαθιά ανάσα και στύλωσε τα πόδια της. Ένιωσε ντροπή, σα να ήταν αγνώμων για ότι της είχε χαριστεί. Το παιδί της, την ανεξαρτησία της, τον κυρ Αναστάση και το Νικόλα.
      Στη θύμηση του Νικόλα τα πόδια της έχασαν τη δύναμή τους κι ένας κόμπος της στάθηκε στο λαιμό.
      Το καθάριο βλέμμα του, τη δύναμη με την οποία την περιτύλιγε και την στήριζε. Πως γεννήθηκε τούτο το θάμα από τόση καταστροφή και τόσο κακό? Τάχα κι ο Νικόλας σταματούσε κάποιες στιγμές κι έψαχνε μεσοπέλαγα απομεινάρια της κομματιασμένης του ζωής; Της ζωής του πριν την κατασπαράξουν έτσι άγρια τα θηρία κι αφήσουν πίσω τους ξεσκισμένα κουφάρια.
      Το ήρεμο βλέμμα του, όταν το αντίκρισε λίγο αργότερα στο γραφείο της δεν φανέρωνε τίποτε. Δεν υπήρχαν ίχνη της πυρκαγιάς που έκαψε την ύπαρξή του κι άφησε πίσω της γυμνό τοπίο, να αναδύει για καιρό καπνό από πάνω του.
      «Καλημέρα», ακούμπησε ήρεμα κάποιους φακέλους στο γραφείο της.
      «Σου έχω αφήσει τις παραγγελίες για υπογραφές. Έχω διορθώσει αυτά που σου έλεγα».
      Η Ραλλού του χαμογέλασε. Ποιος ξέρει από τι ώρα θα είχε έρθει στο γραφείο ή ως τι ώρα καθόταν τα βράδια.
      «Εγώ πρέπει να κατέβω στο ναυπηγείο. Είναι το συνεργείο κάτω».
      Άφησε την τσάντα της και στάθηκε μπροστά του.
      «Δεν είναι δική σου δουλειά», του είπε χαμηλόφωνα, ενώ το βλέμμα της έψαχνε το δικό του. Σα να έψαχνε για σημάδια.
      Μα το μόνο που αντίκρισε, την πλημμύρισε και την άφησε άφωνη να πασχίζει να βρει την ανάσα της, ήταν μία απέραντη τρυφερότητα. Τόση που αφέθηκε να βυθίζεται μέσα της, να χάνεται και να κολυμπά νιώθοντας τέτοια γαλήνη σα να είχε επιστρέψει στο ασφαλές περιβάλλον της μήτρας απ’ όπου ξεκίνησε η ζωή της.
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου