Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Λ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ



         Με τη βοήθεια του δυνατού ανέμου διέσχιζαν τον ουρανό σαν δόρυ που έφυγε από δυνατό χέρι αθλητή.
      Ο Φοίβος είχε δέσει το κλειδί μ’ ένα κορδόνι και το είχε περάσει στο λαιμό του. Κοιτούσε την οθόνη της πυξίδας.
     «Η πύλη για την εναλλακτική χώρα λοιπόν. Νομίζω πως φτάσαμε».
     Η Πασιφάη προσγειώθηκε προσεχτικά. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο.
     Όσο προχωρούσαν τόσο καθαρότερα έφτανε στ’ αυτιά τους ένας ήχος ήρεμος σαν γουργουρητό γάτας και ρυθμικός. Σε λίγο ακούγανε ξεκάθαρα το τραγούδι της θάλασσας.
      Συνέχιζαν να σκαρφαλώνουν γοργά. Διάβηκαν κοφτερά βράχια, όλο και ψηλότερα ώσπου έφτασαν στην άκρη τους. Τα βράχια κόβονταν κάθετα και βούλιαζαν στα γαλανά νερά της θάλασσας.
      «Τώρα ο μόνος δρόμος είναι αριστερά. Στην ανατολή», έδειξε ο Φοίβος και συνέχισαν να περπατούν παράλληλα στο χείλος του γκρεμού.
      Έπειτα η ακτή πήρε μια απότομη στροφή κι ακολούθησαν την πορεία της, πίσω από θεόρατα βράχια που τους ανάγκαζαν να περπατούν σ’ ένα στενό πέτρινο μονοπάτι. Ο κίνδυνος να γκρεμοτσακιστούν ήταν μεγάλος, αλλά ξάφνου μία ιδέα αχνού φωτός σα να τρεμόπαιξε στον ορίζοντα.
      Ισορροπώντας προσεκτικά πάνω απ’ τα κοφτερά σαγόνια της γης, προχώρησαν βήμα βήμα ώσπου, μετά από ακόμη μία στροφή αριστερά, βρέθηκαν εμπρός σε μία πελώρια πύλη.
     Ήταν χτισμένη από γυαλιστερή άμμο ανάμεικτα με πολύχρωμα κοχύλια, ολοκόκκινους αστερίες και υγρά φύκια πλεγμένα πάνω απ’ την κορυφή της σάλευαν στο θρόισμα του ανέμου.
     Ο Πόθος έδωσε μια και βρέθηκε να κρέμεται από την άκρη ενός φυκιού. Άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε, ώσπου  η αγριεμένη φωνή του Φοίβου, τρομάζοντάς τον, τον έκανε να πέσει κάτω.
     «Σταμάτα να κάνεις σαν πίθηκος», του ψιθύρισε άγρια κρατώντας τον απ’ την μπλούζα και ταρακουνώντας τον γερά.
     Η Πασιφάη στεκόταν παγωμένη στη θέση της και χτένιζε με το βλέμμα της το χώρο. Η πύλη ήταν σφηνωμένη σ’ ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια. Δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή γης ή τίποτα άλλο που θα μπορούσε πίσω του να κρυφτεί ολάκερος δράκος.
          «Εδώ δεν θα μπορούσε να κρύβεται ούτε κουνέλι», συλλογίστηκε μεγαλόφωνα η Πασιφάη.
     «Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο. Κάτι δεν πάει καλά», κούνησε το κεφάλι του ο Φοίβος.
     Ο Πόθος έδωσε μια και βρέθηκε στον αέρα. Ήταν ακόμη πειραγμένος που ‘ χε ακούσει τα σχολιανά του απ’ τον φίλο του.
      «Κάτι δεν πάει καλά», επανέλαβε κοροϊδευτικά. «Κάτι τρέχει στα γύφτικα λέω εγώ».
     Άρχισε να πεταρίζει σαν σφήκα μέσα κι έξω από την πύλη.
     «Περπατώ μέσα στην πύλη όταν ο δράκος δεν είναι εδώ. Δράκε, δράκε είσαι εδώ;», ούρλιαξε κάνοντας τα χέρια του χωνί.
     Οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν ανήσυχοι.
     «Δεν είναι!», αποκρίθηκε μόνος του ο Πόθος.
     Ο Φοίβος κι η Πασιφάη στέκονταν αναποφάσιστοι.
     «Δεν είναι σας λέω!!!», ξεφώνισε.
     Όταν είδε πως δεν κουνιόντουσαν, έκανε μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και βρέθηκε πίσω από την πύλη.
     «Καλά! Πάω μόνος μου!!!».
     Πριν προλάβουν να αντιδράσουν είδαν μία γιγάντια σκιά να χύνεται από τον ουρανό καταπάνω του.
     «Πόθε!!!», είπαν με μια φωνή κι όρμησαν καταπάνω του. Ο Φοίβος άπλωσε το χέρι του για να τον πιάσει και πρόλαβε ίσα ίσα να τον ακουμπήσει.
     Πριν το καταλάβουν βρέθηκαν κι οι τρεις φυλακισμένοι στα γαμψά νύχια ενός πλάσματος που έμοιαζε να ‘χει αναδυθεί από τα σκοτεινά βάθη του χρόνου.
     Το χοντρό σκληροτράχηλο δέρμα του ήταν στεγνό και σκασμένο σαν ξεραμένο χώμα. Το χρώμα του, που κάποτε θα ‘ταν πράσινο, ξεθωριασμένο, είχε μεγάλες καφέ κηλίδες στα σημεία όπου το δέρμα είχε σκάσει κι είχε ξεκολλήσει από το σώμα του, ενώ μεγάλα κομμάτια παλιού δέρματος κρέμονταν από δω κι από κει.
     Στο τέλος του μακριού λαιμού του στεκόταν ένα κεφάλι μικρό για το μέγεθός του και σαγόνια που έκλειναν μέσα 2  σειρές από κιτρινισμένα τετράγωνα δόντια.
     Τα πόδια του κατέληγαν σε πελώρια γκρίζα γαμψά νύχια. Κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του ένα πτερύγιο σαν τεθλασμένη γραμμή κατέβαινε μέχρι το τέλος της χοντρής μακριάς ουράς του. Και στο πλάι του σερνόταν ακυβέρνητα θαρρείς στο χώμα, δύο ασθενικά αποδυναμωμένα φτερά.
     Τους κρατούσε ανάμεσα στα νύχια του, λες κι ήταν κούκλες. Μόνο οι κόρες των ματιών του κουνήθηκαν.  Κοίταξε μια την κορυφή στα απότομα βράχια και μετά τους φίλους μας. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα, που ακούστηκε ακριβώς όπως το αυτοκίνητό μου παγωμένο ξημέρωμα του χειμώνα που δε λέει να πάρει μπρος, κούνησε αδύναμα τα φτερά του και… Ίσα που του ‘δωσαν μια ώθηση και μ’ ένα πήδο βρέθηκε πάνω από τα βράχια.
     Αντίκρισαν μπροστά τους ένα πελώριο κάστρο που ως τώρα δεν έβλεπαν  από το στενό πέρασμα όπου βρισκόταν.
     Με βαριά βήματα που τράνταζαν το έδαφος, προχώρησε προς το μέρος του κρατώντας τους πάντα ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια. Έσπρωξε με τη ράχη του μια βαριά σιδερόφραχτη πόρτα που άνοιξε για να περάσει μέσα και βρέθηκαν σ’ ένα σκοτεινό κρύο διάδρομο.
     Τον διέσχισε αργά και στρίβοντας στο τέρμα του αριστερά τους πέταξε σαν τσαλακωμένα παλιόχαρτα στο πάτωμα μιας ατελείωτης αίθουσας που φωτίζονταν από δαυλούς στερεωμένους στους τοίχους της γύρω γύρω.
     Στράφηκε αργά για να κάνει την αντίστροφη διαδρομή και να βγει έξω από το κάστρο.
     Τρίβοντας τα πονεμένα από το πέσιμο μέλη τους σηκώθηκαν από το πάτωμα. Ο Φοίβος έτρεξε πίσω στο διάδρομο και είδε πως ήταν άδειος. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο χώρο. Κρύοι τοίχοι χωρίς ούτε ένα παράθυρο επάνω τους.
     «Ας δούμε τι γίνεται, τώρα που έφυγε», είπε ήρεμα η Πασιφάη.
     Ο διάδρομος έβγαζε σε μια σειρά από δωμάτια, άδεια τα περισσότερα. Στην άκρη του η πόρτα. Απέμειναν να την κοιτάζουν ερευνητικά. Πουθενά επάνω της δεν υπήρχε χερούλι. Προσπάθησαν να την σπρώξουν, μα στάθηκε αδύνατο να την κουνήσουν. Έπεσαν επάνω της μα τίποτα. Στράφηκαν απογοητευμένοι. Μπήκαν στο δωμάτιο δίπλα ακριβώς στην είσοδο.
     Στη μέση του ένα ξύλινο τραπέζι με ψηλές  καρέκλες. Σε μια γωνιά του δωματίου ένα τσουκάλι έβραζε πάνω σε φωτιά. Το πλησίασαν για να δουν μέσα του να βράζει ένα μάτσο από κόκαλα σ’ ένα γλειώδες  πηχτό πρασινωπό υγρό.
     «Μπλιάχ», συνήλθε απότομα ο Πόθος από την αηδία που του ξεσήκωσε το στομάχι.
     «Δεν μπορείς να τον πεις και καλοφαγά», έπιασε τη μύτη του.
      Ντουλάπια έπιαναν τον έναν τοίχο απ’ άκρη σε άκρη. Ο Φοίβος πλησίασε και άνοιξε το ένα ντουλάπι για να χυθούν πάνω στα πόδια του ένας σωρός από τεράστια κόκαλα. Πετάχτηκε πίσω.
     Στην επόμενη αίθουσα ένας σωρός καρπούζια σκέπαζαν το πάτωμά της απ’ άκρη σ’ άκρη. Βγαίνοντας από εκεί πρόσεξαν μία σκάλα πίσω από μία κόχη στον τοίχο που ανέβαινε επάνω.        Πέρασαν στον επάνω όροφο κι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στα δωμάτια για να πέσουν  έκπληκτοι πάνω  στα πιο πολλά τρενάκια-παιχνίδια που είχαν δει ποτέ τους μαζεμένα. Ένα σωρό ράγες και γραμμές και πάνω τους αμαξοστοιχίες, ατμομηχανές, τρένα φορτηγά με φορτωμένα βαγόνια ένα σωρό. Και σταθμοί τρένων, γέφυρες που περνούσαν πάνω από λίμνες, δάση που ανάμεσά τους κυλούσαν οι γραμμές, τούνελ που σχίζανε βουνά, φαράγγια.
     Ο Πόθος γούρλωσε για μια στιγμή τα μάτια του κι έπειτα αναφώνησε.
     «Ω ρε μάνα μου!!!».
     Όρμησε στην γραμμή που βρισκόταν πιο κοντά του και κρεμάστηκε από ένα μοχλό δίπλα στον σταθμό, ολόκληρος.
     «Του, του!!!», άρχισε να σφυρίζει μια ασημένια ατμομηχανή, να ξερνά θαρρείς πραγματικό καπνό και να ξεχύνεται ορμητικά στις ράγες.
     Ο Πόθος με ιλιγγιώδη ταχύτητα έτρεξε στην δεύτερη γραμμή για να βάλει μπρος το τρένο, στην τρίτη, ώσπου…
     Σε λίγο στο δωμάτιο επικρατούσε πανδαιμόνιο. Όλα τα τρενάκια σφυρίζοντας δυνατά, έτρεχαν με ρυθμό επάνω στις ράγες τους. Ο Πόθος είχε ανέβει σ’ ένα ανοιχτό από επάνω βαγόνι φορτηγού τρένου και είχε στρογγυλοκαθίσει κάνοντας βόλτες γύρω γύρω.
     Ο Φοίβος κοίταξε την Πασιφάη προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο του.
     Δυνατό τράνταγμα έκανε το κάστρο να κουνηθεί συθέμελα. Γκαπ, γκαπ, γκαπ. Αναγνώρισαν το βαρύ βήμα το δράκου.
     Ο Φοίβος άρχισε να κατεβάζει τους μοχλούς τον έναν πίσω απ’ τον άλλο κι ο Πόθος αφού ξεπέρασε το αρχικό ξάφνιασμα τον ακολούθησε.
     Σιγή πια επικρατούσε όταν άκουσαν το βαρύ σούρσιμο της πόρτας.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου